- λαίλαπα
- Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο ημισφαίριο και προς τα αριστερά στο νότιο. Η ταχύτητα του ανέμου δεν ξεπερνά τα 30-40 μ./δευτ., ενώ η διάρκεια ανέρχεται σε μερικά λεπτά, μερικές φορές με ξεσπάσματα που επαναλαμβάνονται. Αν η λ. παρουσιαστεί σε αίθριο ουρανό ονομάζεται λευκή, αλλιώς πρόκειται για λ. με βροχή, χαλάζι, χιόνι κλπ. Συνήθως η λ. δεν είναι τοπικό φαινόμενο αλλά παρουσιάζεται ταυτόχρονα σε μια γραμμή μήκους πολλών χιλιομέτρων που ονομάζεται γραμμή λ. Τις περισσότερες φορές εμφανίζεται όταν πλησιάζουν καταιγιδοφόρα νέφη ή νέφη που προηγούνται ψυχρών μετώπων. Οι γραμμές λ. διακρίνονται εύκολα πάνω στους χάρτες καιρού, γι’ αυτό και καθίσταται εύκολη η παρακολούθηση και η πρόγνωσή τους.
* * *η (Α λαῑλαψ, -απος, ή, Μ λαῑλαψ και λαίλαπας, ὁ)1. σφοδρότατος άνεμος που ξεσπάει απότομα και, αφού πνεύσει για μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, σταματάει επίσης απότομα (α. «Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων», Ομ. Οδ.β. «ἅμα λαίλαπος ὑγρᾱς καὶ φλογὸς συνεχοῡς ἐκ τῶν νεφῶν φερομένης», Πλούτ.)2. μτφ. αυτός που επέρχεται με σφοδρότητα («ἔτλης λαίλαπα δυσμενέων», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει εκφραστικό αναδιπλασιασμό (λαι-λαψ), είναι άγνωστης όμως ετυμολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.